- δέκα
- Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10).
δέκα-. Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο συνθετικό των ονομάτων διαφόρων ενώσεων (π.χ. δεκάνιο, δεκανόλη κλπ.), δείχνει ότι στην ένωση υπάρχει μία αλυσίδα από δ. άτομα άνθρακα. Στις ένυδρες ουσίες, φανερώνει την παρουσία δ. μορίων νερού.
* * *οι, τα (AM δέκα, οἱ αἱ, τά)άθροισμα τόσων μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα και τών δύο χεριών τού ανθρώπουνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. χαρτί τής τράπουλας με δέκα σημεία (δέκα σπαθί, μπαστούνι, κούπα ή καρό)2. φρ. α) «δέκα πληγές τού Φαραώ» — οι δέκα θεομηνίες που ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να αναγκάσουν τον Φαραώ να επιτρέψει την έξοδο τών Εβραίων από τη χώραβ) «δέκα εντολές» — οι εντολές τού Μωσαϊκού νόμουγ) «δέκα, δέκα» — ανά δέκα («να μετρήσεις τα αντίτυπα δέκα, δέκα»)αρχ.1. ως ουσ. οἱ δέκα (άνδρες)Αθηναίοι άρχοντες επί Πεισιστράτου2. οἱ δέκαοι Αττικοί ρήτορες3. «οἱ δέκα ἀφ' ἥβης» — αυτοί που έχουν συμπληρώσει δέκα χρόνια από την εκπλήρωση τής στρατιωτικής τους θητείας, όσοι είναι τριάντα ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέκα ανάγεται σε IE *dekm πρβλ. λατ. decem, αρχ. ινδ. dάśa).ΠΑΡ. δεκάκις, δέκατοςαρχ.δεκαχήαρχ.-μσν.δεκανόςνεοελλ.δεκάρι, δεκαριά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεκάβαθμος, δεκαγράμματος, δεκάγωνος, δεκαδάκτυλος, δεκάδραχμος, δεκαεννέα, δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαετής, δεκάκλινος, δεκάλιτρος, δεκάλογος, δεκάμετρος, δεκάμηνος, δεκαοκτώ, δεκαπέντε, δεκαπλάσιος, δεκάπλευρος, δεκαπλός, δεκάποδος, δεκάπους, δεκάρχης, δεκάσημος, δεκάστιχος, δεκάστυλος, δεκασύλλαβος, δεκατέσσερεις, δεκατρείς, δεκάχορδος, δεκάχρονοςαρχ.δεκαβάμων, δεκάβοιος, δεκαγονία, δεκαδάρχης, δεκάδαρχος, δεκάδελτος, δεκαδούχος, δεκάδωρος, δεκαείς, δεκαέτηρος, δεκακότυλος, δεκακυμία, δεκαμναίος, δεκάμνους, δεκαμοιρία, δεκάμορφος, δεκαναΐα, δέκανδρος, δεκάπαλαι, δεκάπλοκος, δεκάπολις, δεκάπτυχος, δεκάρουρος, δεκάρταδος, δεκάσπορος, δεκαστάδιον, δεκαστάτηρος, δεκάστεγος, δεκάσχημος, δεκάφνιος, δεκάφυλος, δεκάχαλκον, δεκάχιλοι, δεκάχορδος, δεκάχρονος, δεκέμβολος, δεκέτηρος, δεκέτης, δεκήρης, δεκώβολον, δεκώρυγοςαρχ.-μσν.δεκαδύω, δεκαόργυιος, δεκάπληγος, δεκατάλαντοςμσν.δεκακέφαλοι, δεκάπλεθρος, δεκανομώνεοελλ.δεκάγραμμος, δεκαγώνιο, δεκάδιπλος, δεκάεδρος, δεκάζυγο, δεκαήμερος, δέκαθλο, δεκάκερος, δεκάκωπος, δεκάλοδος, δεκαμελής, δεκαμερής, δεκάμερο, δεκασέλιδος, δεκασχιδής, δεκάτομος, δεκάφυλλος, δεκαφώτιστος, δεκάωρος. (Β' συνθετικό) δώδεκα, ένδεκααρχ.αυτόδεκα, δυοκαίδεκα, δυώδεκα, εκκαίδεκα, εννεακαίδεκα, εξκαίδεκα, επτακαίδεκα, οκτωκαίδεκα, πεντεκαίδεκα, συνδώδεκα, συνεκκαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκα, τεσσερεσκαίδεκα, τρεισκαίδεκακα, τρισκαίδεκα].
Dictionary of Greek. 2013.